- μακρόρριζος
- -η, -ο (Α μακρόρριζος, -ον)(για φυτό) αυτός που έχει μακριές ρίζες.[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)-* + ῥίζα (πρβλ. βραχύ-ρριζος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μακρορριζότατον — μακρόρριζος with long root masc acc superl sg μακρόρριζος with long root neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακρόρριζον — μακρόρριζος with long root masc/fem acc sg μακρόρριζος with long root neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακρορριζότερα — μακρόρριζος with long root neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακρορρίζων — μακρόρριζος with long root masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακρόρριζα — μακρόρριζος with long root neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άρριζος — η, ο (AM ἄρριζος, ον) αυτός που δεν έχει ρίζες νεοελλ. (για φυτά) αυτό που δεν έχει ακόμη αναπτύξει τις ρίζες του αρχ. μσν. ο αβάσιμος, ο αθεμελίωτος μσν. εκείνος που δεν στηρίζεται στη γη, ο αιθέριος, ο ουράνιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + ριζος… … Dictionary of Greek
μακρ(ο)- — (AM μακρ[ο] ) α συνθετικό λέξεων που ανάγεται στο επίθ. μακρός, ά, όν ή στο επίρρ. μακρῶς και σημαίνει ότι το δηλούμενο από το β συνθετικό χαρακτηρίζεται από: 1) μεγάλο μήκος, μέγεθος ή ποσότητα (πρβλ. μακραύχην, μακρόθυμος, μακρολαίμης,… … Dictionary of Greek
μακρορριζία — μακρορριζία, ἡ (Α) [μακρόρριζος] η μακρότητα τών ριζών ενός φυτού … Dictionary of Greek
ρίζα — η / ῥίζα, ΝΑ, και ιων. τ. ῥίζη και αιολ. τ. βρίζα Α 1. βοτ. το κατά κανόνα υπόγειο τμήμα τού σώματος ενός φυτού, κύριες λειτουργίες τού οποίου είναι η στήριξη τού φυτού, η πρόσληψη από το έδαφος νερού και των διαλυμένων σ αυτό ανόργανων αλάτων,… … Dictionary of Greek